ἐνισχύσω

ἐνισχύσω
ἐνῑσχύ̱σω , ἐν-ἰσχύω
to be strong
aor ind mid 2nd sg
ἐνισχύ̱σω , ἐν-ἰσχύω
to be strong
aor subj act 1st sg
ἐνισχύ̱σω , ἐν-ἰσχύω
to be strong
fut ind act 1st sg
ἐνισχύ̱σω , ἐν-ἰσχύω
to be strong
aor ind mid 2nd sg (homeric ionic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • επιπέμπω — (Α) [πέμπω] 1. στέλνω ξανά ή κατόπιν («ἐπιπέμποντος τοῦ Μαζάρεος ἀγγελίας... παρεσκευάζοντο», Ηρόδ.) 2. στέλνω σε κάποιον («εἰ ὦν θεός ἐστι ὁ ἐπιπέμπων», Ηρόδ.) 3. (για ποινή από τους θεούς) στέλνω πάνω σε κάποιον, εναντίον κάποιου («δεσμοὺς καὶ… …   Dictionary of Greek

  • πατερνάρω — και πατουρνάρω ναυτ. περιτυλίγω ένα χονδρό σχοινί με άλλο λεπτότερο για να τό ενισχύσω …   Dictionary of Greek

  • υστερολογώ — έω, Ν [υστερολόγος] 1. μιλώ τελευταίος 2. προσθέτω κάτι στο τέλος τού λόγου μου για να ενισχύσω τα όσα έχω πει …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”